-
1 ἀρωγή
A aid, succour,Ζηνὸς ἀρωγῇ Il.4.408
; ἐς μέσον.. δικάσσατε μηδ' ἐπ' ἀρωγῇ judge impartially and not in any one's favour, ib.23.574;πέμπειν ἀ. A.Ch. 477
(lyr.);οὐδ' ἔχων ἀ. S.Ph. 856
(lyr.); in parody of A., Ar.Ra. 1267 sq.; ἀ.νόσου, πόνων, help against.., Pl. Lg. 919c, Mx. 238a.II of persons, an aid, succour, διπλᾶς ἀρωγὰς μολεῖν, of Apollo and Artemis, S.OC 1094 (lyr.); στρατιῶτιν ἀ., of the Greek host, A.Ag.47, cf. 73 (lyr.).—Poet. word, rare in Prose. -
2 αρωγη
дор. ἀρωγά (ᾰρ) ἥ1) (реже pl.) помощь, защита Aesch., Soph.μήδ΄ ἐπ΄ ἀρωγῇ Hom. — не в виде покровительства, т.е. беспристрастно -
3 αρωγή
-
4 ἀρωγῇ
-
5 αρωγή
-
6 ἀρωγή
-
7 ἀρωγή
-
8 ἀρωγή
ἀρωγή ( ἀρήγω): help, aid in battle; τί μοι ἔριδος καὶ ἀρωγῆς, ‘why should I concern myself with giving succor?’ Il. 21.360.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀρωγή
-
9 ἀρωγή
ἀρωγή, Hilfe, Beistand, Schutz; konkret: das Heer -
10 αρωγή
η1) помощь, поддержка; 2) благотворительные средства -
11 αρωγή
dayanışma, yardımlaşma -
12 αρωγή
secours -
13 αρωγή
1) odsiecz (f) rzecz.2) pomoc (f) rzecz.3) ratunek (m) rzecz.4) zapomoga (f) rzecz. -
14 αρωγή
1) podpora2) pomoc3) posila4) výpomoc -
15 αρωγή
1) help2) reliefΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αρωγή
-
16 ἐπ-αρωγή
-
17 αρωγήι
-
18 ἀρωγῆι
-
19 αρωγά
ἀρωγά̱, ἀρωγήaid: fem nom /voc /acc dualἀρωγά̱, ἀρωγήaid: fem nom /voc sg (doric aeolic)ἀρωγόςaiding: neut nom /voc /acc pl -
20 ἀρωγά
ἀρωγά̱, ἀρωγήaid: fem nom /voc /acc dualἀρωγά̱, ἀρωγήaid: fem nom /voc sg (doric aeolic)ἀρωγόςaiding: neut nom /voc /acc pl
См. также в других словарях:
ἀρωγῇ — ἀρωγή aid fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρωγή — aid fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρωγή — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 233 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αιγείρου. * * * η (AM ἀρωγή) (Α) [αρήγω] η βοήθεια, η επικουρία ή η περίθαλψη νεοελλ. το ποσό που δίνεται ως δάνειο ή βοήθημα … Dictionary of Greek
αρωγή — η βοήθεια, συνδρομή, προστασία: Η αρωγή των αδελφών του στην ανάδειξή του ήταν πολύ σημαντική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀρωγῆι — ἀρωγῇ , ἀρωγή aid fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρωγαῖς — ἀρωγή aid fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρωγαί — ἀρωγή aid fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρωγῆς — ἀρωγή aid fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρωγήν — ἀρωγή aid fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρωγῶν — ἀρωγή aid fem gen pl ἀρωγός aiding masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek